- κνημούς
- κνημόςprojecting limbmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κνήμους — Κνῆμος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνήμους — κνημόω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξερώ — (I) –άω / ἐξερῶ (AM) 1. ξερνώ 2. αφήνω να πέσει κάτω, χύνω αρχ. 1. αδειάζω 2. (για κύβο, ζάρι) ρίχνω 3. βγάζω αέρα από τους πνεύμονες 4. ρεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. εξερώ όπως και τα απερώ, διερώ έχει πιθ. ως β συνθετ. τη λ. έρα «γη», άν ληφθεί υπ… … Dictionary of Greek